- ἐπιδύνω/ἐπιδύω
- + V 1-1-1-0-0=3 Dt 24,15; Jos 8,29; Jer 15,9to go down
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
επιδύω — ἐπιδύω και ἐπιδύνω (Α) (για τον ήλιο) κρύβομαι, βασιλεύω (α. «μὴ πρὶν ἐπ’ ἡέλιον δῡναι καὶ ἐπὶ κνέφας ἐλθεῑν» προτού βασιλέψει ο ήλιος κι έρθει το σκοτάδι, Ομ. Ιλ. β. «ὁ ἥλιος μή ἐπιδυέτω ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» ας μη βασιλέψει ο ήλιος πριν σάς… … Dictionary of Greek